κονδύλιον

κονδύλιον
τό
1) грифель; 2) перен. статья прихода или расхода (бюджета, счёта);

τα στρατιωτικά κονδύλια — военные расходы;

3) фонд;

κονδύλιον μισθοδοσίας — фонд заработной платы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κονδύλιον" в других словарях:

  • κονδύλιον — κονδύλιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κόνδυ*) ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού κόνδυ το λ με επίδραση πιθ. τού κόνδυλος*] …   Dictionary of Greek

  • κονδύλιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλίου — κονδύλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλίων — κονδύλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλίῳ — κονδύλιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»